- νευρωτικός
- -ή, -ό1. για φάρμακα, αυτό που επιδρά στα νεύρα.2. αυτός που προκαλεί τη νεύρωση.3. αυτός που πάσχει από νεύρωση, νευροπαθής.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
νευρωτικός — ή, ό 1. (για φάρμακο) αυτός που επιδρά στα νεύρα 2. αυτός που προξενεί νεύρωση 3. (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από νεύρωση, νευρωσικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. neurotic < νευρώνω, κατά τον τύπο ναρκώνω ναρκωτικός] … Dictionary of Greek
Κοστέλο και Άμποτ — Καλλιτεχνικό δίδυμο που αποτελούσαν οι Αμερικανοί κωμικοί Λου Κοστέλο (Lou Costello 1906 – 1959) και Μπαντ Άμποτ (Bud Abbott 1895 – 1974). Ξεκίνησαν ως αυτοδίδακτοι, προτού συναντηθούν το 1931 και ακολουθήσουν κοινή πορεία, η οποία διήρκεσε… … Dictionary of Greek
Μπερνστάιν, Ανρί — (Henri Bernstein, Παρίσι 1876 – 1953). Γάλλος θεατρικός συγγραφέας, εβραϊκής καταγωγής. Αγωνίστηκε με τα δράματα Σαμψών (1907) και Ισραήλ (1908) για την εξάλειψη των φυλετικών προλήψεων, σαν να προμάντευε την τραγωδία, που το 1936 θα τον ανάγκαζε … Dictionary of Greek